αφιππος

αφιππος
    ἄφιππος
    ἄφ-ιππος
    2
    1) неудобный или непроезжий для конницы
    

(χώρα Xen.; χωρία, ὁδός Plut.)

    2) не умеющий ездить верхом Plat., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αφιππος" в других словарях:

  • άφιππος — ἄφιππος, ον (Α) 1. άπειρος, ασυνήθιστος στην ιππασία 2. αυτός που δεν έχει ιππικό 3. (για τόπο) ακατάλληλος για ιππασία …   Dictionary of Greek

  • ἄφιππος — unsuited for cavalry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφιππον — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem acc sg ἄφιππος unsuited for cavalry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφίπποις — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφίππους — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφίππων — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφίππῳ — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφιππα — ἄφιππος unsuited for cavalry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφιπποι — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • αφιππία — ἀφιππία, η (Α) [άφιππος] αδεξιότητα στην ιππασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»