- αφιππος
- ἄφιπποςἄφ-ιππος21) неудобный или непроезжий для конницы
(χώρα Xen.; χωρία, ὁδός Plut.)
2) не умеющий ездить верхом Plat., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χώρα Xen.; χωρία, ὁδός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άφιππος — ἄφιππος, ον (Α) 1. άπειρος, ασυνήθιστος στην ιππασία 2. αυτός που δεν έχει ιππικό 3. (για τόπο) ακατάλληλος για ιππασία … Dictionary of Greek
ἄφιππος — unsuited for cavalry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφιππον — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem acc sg ἄφιππος unsuited for cavalry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίπποις — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίππους — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίππων — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίππῳ — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφιππα — ἄφιππος unsuited for cavalry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφιπποι — ἄφιππος unsuited for cavalry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αφιππία — ἀφιππία, η (Α) [άφιππος] αδεξιότητα στην ιππασία … Dictionary of Greek